παρέμβυσμα


παρέμβυσμα
Προφορά

Ετυμολογία
παρέμβυσμα αρχαία ελληνική ρ. παρεμβύω (= τοποθετώ ανάμεσα, παρενθέτω)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παρέμβυσμα

✦ βύσμα από ελαστικό υλικό, σε σχήμα δακτυλίου, που παρεμβάλλεται στα σημεία σύνδεσης μεταλλικών κομματιών, για να εξασφαλιστεί η στεγανότητα της συνδέσεως

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.