παρέλκυση


παρέλκυση
Προφορά

Ετυμολογία
παρέλκυση μεταγενέστερη ελληνική παρέλκυσις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρέλκυση

✦ επιβράδυνση, αργοπόρηση, τρενάρισμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.