παρέκκλιση


παρέκκλιση
Προφορά

Ετυμολογία
παρέκκλιση μεταγενέστερη ελληνική παρέκκλισις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρέκκλιση

✦ εκτροπή από διακηρυγμένες τοποθετήσεις, αρχές, επιδιώξεις κτλ.

Συνώνυμα
λοξοδρόμημα
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.