παρέκβαση


παρέκβαση
Προφορά

Ετυμολογία
παρέκβαση αρχαία ελληνική παρέκβασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παρέκβαση

✦ η απομάκρυνση ομιλητή ή συγγραφέα από το θέμα του: άκουε την παρέκβαση με ψεύτικο ενδιαφέρον και γρήγορα ξανάφερε τη συζήτηση στο αρχικό θέμα (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.