παρέα
Προφορά
Ετυμολογία
παρέα ισπαν. pareja
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παρέα
✦ συντροφιά, συναναστροφή: παλιότερα, κάναμε καλή παρέα
✦ ομάδα φίλων: ξέκοψε από την παρέα του
✦ στενός φίλος, σύντροφος: ήταν παρέα μου στα νεανικά χρόνια
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–