παράφορος
Προφορά
Ετυμολογία
παράφορος αρχαία ελληνική παράφορος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παράφορος -η, -ο
✦ σφοδρός, θυμώδης, ορμητικός: παράφορος έρωτας
✦ (για πρόσ.) ευέξαπτος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παράφορα (Κ παραφόρως) με πάθος:έχασα για πάντα τον νέον που λάτρευα παράφορα (Κ. Καβάφης)