παράστημα


παράστημα
Προφορά

Ετυμολογία
παράστημα μεταγενέστερη ελληνική παράστημα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παράστημα

✦ η εξωτερική εμφάνιση του ανθρώπου, η στάση του, ιδ. κατά το βάδισμα, παρουσιαστικό: ήταν ένας ψηλός Ρουμελιώτης μ’ ένα παράστημα λυγερό και λεβέντικο (Γ. Θεοτοκάς) – ήταν κεφάτο, καλόκαρδο παλικάρι, μ’ αθλητικό παράστημα (Διδώ Σωτηρίου)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.