παράσιτος
Προφορά
Ετυμολογία
παράσιτος αρχαία ελληνική παράσιτος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παράσιτος -η, -ο
✦ που τρέφεται από άλλον, που απομυζά άλλον για να τραφεί
✦ αρσ. ο παράσιτος ως ουσ., πρόσωπο που ζει σε βάρος άλλου, χρησιμοποιώντας ευτελή μέσα και κολακείες, ο παρακεντές
✦ το ουδ. παράσιτο(ν) ως ουσ., ζωικός ή φυτικός οργανισμός που τρέφεται, συμβιωτικά, από άλλα ζώα ή φυτά
✦ πληθ. ουδ. τα παράσιτα ως ουσ., κρότοι παρεμβαλλόμενοι στην ασύρματη επικοινωνία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–