παράσημο


παράσημο
Προφορά

Ετυμολογία
παράσημο αρχαία ελληνική παράσημον, └ουδ┘ του επιθέτου παράσημος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παράσημο

✦ έμβλημα διακρίσεως που απονέμει η πολιτεία σε πρόσωπα για εξαίρετες πράξεις

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.