παράς
Προφορά
Ετυμολογία
παράς └τουρκ┘para
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παράς
✦ το ένα τεσσαρακοστό του τουρκικού γροσιού και το αντίστοιχο κέρμα
✦ φρ. δεν δίνω έναν παρά, αδιαφορώ τελείως – δεν αξίζει έναν παρά, είναι μηδαμινής αξίας
✦ το χρήμα: παράδες πέρασαν από τα χέρια μου ν’ αρματώσεις παλάτι (Π. Πρεβελάκης) – τα πήρε με τον παρά του, δηλαδή τ’ αγόρασε (Κ. Βάρναλης)
✦ φρ. έχει παρά με ουρά, έχει μεγάλη περιουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–