παράπονο
Προφορά
Ετυμολογία
παράπονο μεσαιωνική ελληνική παράπονον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το παράπονο
✦ αίσθημα ή έκφραση θλίψης για αδικία ή δυσάρεστη κατάσταση, κλαψούρα
✦ διατύπωση δυσαρέσκειας, ήπια διαμαρτυρία, κλάψιμο
✦ φρ. το ‘χω παράπονο, αισθάνομαι πικρία για κάτι – με παίρνει – με πιάνει το παράπονο, αισθάνομαι πικρία, θλίψη για αδικία ή κακοτυχία – τα παράπονά σου στο δήμαρχο, (ειρων.) για κάποιον που ακαίρως παραπονείται ή για να δηλωθεί η αδιαφορία με την οποία αντιμετωπίζονται οι διαμαρτυρίες κάποιου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–