παράξενος
Προφορά
Ετυμολογία
παράξενος μεταγενέστερη ελληνική παράξενος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παράξενος -η, -ο
✦ αλλόκοτος, που προκαλεί απορία ή έκπληξη: παράξενα φερσίματα
✦ (για πρόσ.) ιδιότροπος, με ακατανόητη συμπεριφορά
✦ πληθ. ουδ. τα παράξενα ως ουσ., πράγματα παράλογα και αφύσικα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–