παράλογος
Προφορά
Ετυμολογία
παράλογος αρχαία ελληνική παράλογος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παράλογος -η, -ο
✦ ο έξω της λογικής, ο ασύμφωνος με τη λογική: παράλογη σκέψη – ενέργεια
✦ (για πρόσ.) που εκφράζεται με παραλογισμούς, που δεν σκέπτεται λογικά: παράλογος άνθρωπος, δεν μπορείς να τον παρακολουθήσεις
✦ ουδ. το παράλογο(ν) ως ουσ., ό,τι είναι έξω από τη λογική: τέχνη – θέατρο του παραλόγου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
έλλογος ,λογικός
Επιρρήματα
παράλογα (Κ παραλόγως)