παράλληλος
Προφορά
Ετυμολογία
παράλληλος αρχαία ελληνική παράλληλος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παράλληλος -η, -ο
✦ ο κοντά σε άλλον, που συμβαίνει, γίνεται, εκδηλώνεται αντίστοιχα ή ανάλογα με κάποιον άλλον
✦ που παρουσιάζει ομοιότητες με κάποιον άλλον: βίοι παράλληλοι
✦ (μαθημ.) γραμμές ή επιφάνειες που όσο κι αν επεκταθούν δεν συναντιούνται
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
παράλληλα (Κ παραλλήλως)