παράκυκλος
Προφορά
Ετυμολογία
παράκυκλος μεταγενέστερη ελληνική παράκυκλος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παράκυκλος
✦ το μέρος της επιφάνειας κύκλου που μένει, αν αφαιρεθεί άλλος μικρότερος ομόκεντρος κύκλος
✦ η ροδέλα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–