παράθυρο


παράθυρο
Προφορά

Ετυμολογία
παράθυρο μεταγενέστερη ελληνική παραθύρα (= πλάγια θύρα)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παράθυρο

✦ άνοιγμα σε τοίχο για φωτισμό και αερισμό, και ο ανάλογος οπλισμός του ανοίγματος, το κούφωμα
✦ παραθυρόφυλλο
(μτφ. ) πλάγιος τρόπος ενέργειας, χρησιμοποίηση μη νόμιμου μέσου για την επίτευξη σκοπού: φρ. μπήκε από το παράθυρο
✦ (μτφρ. του αγγλικά window) (πληροφορ.) τμήμα της οθόνης ηλεκτρονικού υπολογιστή που χρησιμοποιείται ως ανεξάρτητη οθόνη και δεν επηρεάζεται από τις εντολές του χρήστη που αφορούν την υπόλοιπη οθόνη
✦ (τηλεοπτ.) τμήμα της οθόνης τηλεοπτικής συσκευής που λειτουργεί ως ανεξάρτητη οθόνη κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής, και χρησιμοποιείται για τη μετάδοση εικόνων και πληροφοριών σχετικών με το θέμα της εκπομπής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.