παράδεισο


παράδεισο
Προφορά

Ετυμολογία
παράδεισο αρχαία ελληνική παράδεισος (=κήπος)

Ερμηνεία
παράδεισο

✦ (θρησκ.) ο κήπος όπου κατοίκησαν οι πρωτόπλαστοι, καθώς και ο ουράνιος τόπος της διαμονής των δικαίων μετά θάνατο: γλυκό ‘ναι της παράδεισος να μελετάς τα κάλλη (Διον. Σολωμός)
(μτφ. ) πανέμορφος τόπος: επίγειος παράδεισος

Συνώνυμα

Αντίθετα
κόλαση
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.