παράγοντας


παράγοντας
Προφορά

Ετυμολογία
παράγοντας μτχ. ενεστ. παράγων του ρήματος παράγω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παράγοντας

✦ καθετί που συντελεί ουσιαστικά στην παραγωγή αποτελέσματος: οι επενδύσεις είναι σημαντικός παράγοντας για την ανάπτυξη της οικονομίας
✦ (ειδ.) πρόσωπο που πρωτοστατεί σε κάποια κίνηση: πολιτικοί – κομματικοί παράγοντες
✦ (μαθημ.) ποσότητα από την οποία παράγεται γινόμενο με πολλαπλασιασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.