παποκαισαρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
παποκαισαρισμός πάπας + καίσαρ + -ισμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παποκαισαρισμός
✦ θεωρία (11ος-13ος αι.) κατά την οποία η κοσμική εξουσία οφείλει να υποτάσσεται στην ιερατική εξουσία του Πάπα (αντιθέτως κατά τον καισαροπαπισμό η ιερατική εξουσία οφείλει να υποτάσσεται στην κοσμική)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–