παπατρέχας


παπατρέχας
Προφορά

Ετυμολογία
παπατρέχας παπάς + τρέχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παπατρέχας

✦ παπάς που διαβάζει πολύ γρήγορα την ακολουθία
(μτφ. ) ο υπερβολικά γρήγορος στην ανάγνωση, ο ανεπίτρεπτα βιαστικός σε οποιαδήποτε ενέργεια ή εκδήλωσή του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.