παπί


παπί
Προφορά

Ετυμολογία
παπί παππίον, υποκοριστικό του μεταγενέστερη ελληνική πάππος (= είδος πουλιού)

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παπί

✦ το μικρό της πάπιας
✦ φρ. γίνομαι παπί, μουσκεύομαι (από τη βροχή ή τον ιδρώτα)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.