παπάς
Προφορά
Ετυμολογία
παπάς μεσαιωνική ελληνική παπᾶς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο παπάς
✦ ο ιερέας
✦ φρ. μην το πεις ούτε του παπά, για κάποιον που ξέφυγε παρ’ ελπίδα από μεγάλο κίνδυνο – (παροιμ.) ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς, δεν πρέπει κάποιος να καταγίνεται με πολλά, γιατί δεν επιτυγχάνει σε κανένα – αλλού παπάς αλλού τα ράσα, για μεγάλη ακαταστασία – φρ. να σου πει ο παπάς στ’ αφτί, (ως κατάρα) να πεθάνεις
✦ ο ρήγας της τράπουλας
✦ είδος λωποδυτικού παιγνιδιού με τρία τραπουλόχαρτα
✦ φρ. μας παίζει τον παπά, μας εξαπατά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–