παπάρα
Προφορά
Ετυμολογία
παπάρα └σλαβ┘ popara
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παπάρα
✦ ψωμί μουσκεμένο σε νερό ή σε γάλα
✦ πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμιού βρασμένα με κρασί ή με βούτυρο ή λάδι
✦ (μτφ. ) αυστηρή επίπληξη, κατσάδιασμα
✦ ανοησία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–