παξιμάδα


παξιμάδα
Προφορά

Ετυμολογία
παξιμάδα μεγεθ. του παξιμάδι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η παξιμάδα

✦ μεγάλο παξιμάδι
✦ γυναίκα ελαφρών ηθών: το ‘σκασε με κάποιο περαστικό σαλτιμπάγκο. Έγινε παξιμάδα στο Παρίσι (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.