πανόραμα
Προφορά
Ετυμολογία
πανόραμα μεταγραφή του └γαλλ┘ όρου panorama
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το πανόραμα
✦ θέαμα που αποτελείται από εικόνες ζωγραφισμένες στους εσωτερικούς τοίχους κυκλικού κτιρίου, οι οποίες φωτίζονται κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο παρατηρητής που βρίσκεται στο κέντρο να βλέπει να ξετυλίγονται μπροστά του σαν πραγματικές, διάφορες διαδοχικές σκηνές του παριστανομένου γεγονότος
✦ συσκευή όπου βλέπει κανείς, με φακό, σειρά εικόνων σε μεγέθυνση
✦ θέα σε ανοιχτό ορίζοντα
✦ (μτφ. ) εκτενής, πλήρης παρουσίαση θέματος, περιόδου κτλ.: πανόραμα της ελληνικής ιστορίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–