πανωτόκι


πανωτόκι
Προφορά

Ετυμολογία
πανωτόκι πάνω + τόκος• η λ. αναλογ. προς το πανωπροίκι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το πανωτόκι

✦ πρόσθετος, συμπληρωματικός τόκος, ο επιπλέον από τον κανονικό ή επιτρεπόμενο, τόκος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.