παντόμιμος


παντόμιμος
Προφορά

Ετυμολογία
παντόμιμος μεταγενέστερη ελληνική παντόμιμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παντόμιμος

✦ κατά τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, θέαμα κατά το οποίο ένας μόνο υποκριτής αφηγείται με χορευτικές κινήσεις μια κωμική ή τραγική ιστορία
✦ ο ηθοποιός της παντομίμας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.