παντρολογώ
Προφορά
Ετυμολογία
παντρολογώ παντρειά + λέγω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παντρολογώ -είς, -εί
✦ συζητώ για γάμο, επιδιώκω να παντρέψω κάποιον, προξενεύω
✦ (μέσ.) παντρολογιέμαι κ. παντρολογούμαι, ζητώ να παντρευτώ
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–