παντρεύω
Προφορά
Ετυμολογία
παντρεύω μεσαιωνική ελληνική πανδρεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ παντρεύω
✦ ενώνω με γάμο άντρα και γυναίκα
✦ αλλάζω τα στέφανα, γίνομαι κουμπάρος
✦ (μέσ.) παντρεύομαι, παίρνω σύζυγο, στεφανώνομαι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–