παντουρανισμός


παντουρανισμός
Προφορά

Ετυμολογία
παντουρανισμός └αγγλ┘panturanism

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παντουρανισμός

✦ κίνηση (τέλη 19ου αι., αρχές 20ού αι.) για την πολιτική και πολιτιστική ενοποίηση των τουρκικών, ταταρικών και ουραλικών λαών της Τουρκίας, Ευρώπης και Ασίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.