παντομίμα
Προφορά
Ετυμολογία
παντομίμα └γαλλ┘ pantomime
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η παντομίμα
✦ θεατρικό είδος όπου η σκηνική δράση εκφράζεται όχι με το λόγο αλλά με τη μιμική και την όρχηση
✦ φρ. παίζει παντομίμα, γι’ αυτόν που προσπαθεί να συνεννοηθεί με χειρονομίες χωρίς να μιλά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–