παντοκράτορας


παντοκράτορας
Προφορά

Ετυμολογία
παντοκράτορας μεταγενέστερη ελληνική παντοκράτωρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παντοκράτορας

✦ θηλ. παντοκράτειρα (Κ παντοκράτωρ, -ορος) ο κύριος του παντός
✦ ως κύρ. όν. Παντοκράτορας, ο Θεός και ειδ. η παράσταση του Χριστού στον τρούλο των εκκλησιών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.