παντογνώστρια


παντογνώστρια
Προφορά

Ετυμολογία
παντογνώστρια παν (παντός) + γνώστης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παντογνώστρια

✦ θηλ. παντογνώστρια αυτός που γνωρίζει τα πάντα, πάνσοφος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.