πανσπερμία
Προφορά
Ετυμολογία
πανσπερμία αρχαία ελληνική πανσπερμία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πανσπερμία
✦ μείγμα από πολλά και διάφορα σπέρματα
✦ ανάμειξη κάθε είδους λαών: νέους που μαζεύονταν από τα πέρατα της οικουμένης… μια πανσπερμία σπουδαστών (Γ. Σεφέρης)
✦ θεωρία που δέχεται ότι η ζωή στη γη προήλθε από κοσμικά σπέρματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–