πανσιόν


πανσιόν
Προφορά

Ετυμολογία
πανσιόν └γαλλ┘ pension

Ερμηνεία
πανσιόν

✦ άκλ. ουσ. οίκημα όπου μπορεί κανείς να βρει στέγη και τροφή επί πληρωμή, είδος μικρού ξενοδοχείου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.