πανούκλα
Προφορά
Ετυμολογία
πανούκλα μεσαιωνική ελληνική πανούκλα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πανούκλα
✦ η αρρώστια πανώλης, μεταδοτική και θανατηφόρα
✦ (μτφ. ) άσχημη και μοχθηρή γυναίκα
✦ φρ. απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, για καθετί κακό με καλή εξωτερική εμφάνιση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–