πανοραμικός


πανοραμικός
Προφορά

Ετυμολογία
πανοραμικός πανόραμα

Ερμηνεία
πανοραμικός

✦ κ. πανοραματικός, -ή, -ό επίθ. (Κ -ή, -όν) ο όμοιος με πανόραμα, ο χαρακτηριστικός του πανοράματος: πανοραμική άποψη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
πανοραμικά κ.πανοραματικά (Κ πανοραμικώς κ.πανοραματικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.