πανηγυρικός
Προφορά
Ετυμολογία
πανηγυρικός αρχαία ελληνική πανηγυρικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ πανηγυρικός -ή, -ό
✦ που ανήκει ή αναφέρεται σε πανήγυρη, που γίνεται για πανηγυρισμό ή κατά τον πανηγυρισμό, γιορταστικός
✦ λαμπρός, επίσημος
✦ αρσ. ο πανηγυρικός ως ουσ., επίσημος λόγος που εκφωνείται σε γιορτή ή τελετή· (κ. μτφ.) έπαινος, θερμό εγκώμιο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
πανηγυρικά (Κ πανηγυρικώς)