πανηγυρίζω
Προφορά
Ετυμολογία
πανηγυρίζω αρχαία ελληνική πανηγυρίζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ πανηγυρίζω
✦ μετέχω σε πανηγυρισμό, γιορτάζω
✦ εκδηλώνω τη χαρά μου δημοσία για κάποιο σπουδαίο γεγονός: οι σοσιαλιστές πανηγυρίζουν το θρίαμβό τους – η νίκη πανηγυρίστηκε με πρωτοφανείς εκδηλώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–