πανεπιστημοσύνη


πανεπιστημοσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
πανεπιστημοσύνη πανεπιστήμων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πανεπιστημοσύνη

✦ η ιδιότητα του πανεπιστήμονος, η σχεδόν καθολική γνώση των επιστημών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.