πανδέκτης
Προφορά
Ετυμολογία
πανδέκτης μεταγενέστερη ελληνική πανδέκτης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο πανδέκτης
✦ ο δεχόμενος τα πάντα
✦ πληθ. πανδέκτες (-αι), συλλογή αποσπασμάτων από τους αρχαία ελληνική Ρωμαίους νομομαθείς που συντάχθηκε με εντολή του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Ιουστινιανού
✦ (κατ’ επέκτ.) κάθε συλλογή νόμων ή κειμένων
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–