παναμάς


παναμάς
Προφορά

Ετυμολογία
παναμάς Παναμάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο παναμάς

✦ ελαφρύ ψάθινο καπέλο: έβγαζε τον παναμά του και τον κρέμαγε στο ίδιο πάντα καρφί του τοίχου (Μ. Καραγάτσης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.