παναθεματισμένος


παναθεματισμένος
Προφορά

Ετυμολογία
παναθεματισμένος παναθεματίζω

Ερμηνεία
παναθεματισμένος

✦ -η, -ο ως επίθ. (για πρόσ. ή πράγμα) καταραμένος, αφορισμένος: κάνει το παναθεματισμένο κάποια ένωση (Γ. Μπεράτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.