πανέρημος
Προφορά
Ετυμολογία
πανέρημος μεταγενέστερη ελληνική πανέρημος
Ερμηνεία
πανέρημος
✦ κ. πανέρμος, -η, -ο επίθ. (Κ -ρημος, -ον) ο εντελώς έρημος: τα μάτια τούτα να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος (Διον. Σολωμός)
✦ ο παρατημένος στην τύχη του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–