πανέ


πανέ
Προφορά

Ετυμολογία
πανέ └γαλλ┘ pané, μτχ. του ρήματος paner

Ερμηνεία
πανέ

✦ άκλ. τρόπος μαγειρέματος κατά τον οποίο το είδος που πρόκειται να τηγανιστεί (κρέας, ψάρι κτλ.) πασπαλίζεται με τριμμένη φρυγανιά: κοτόπουλο πανέ

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.