πανάκεια
Προφορά
Ετυμολογία
πανάκεια αρχαία ελληνική πανάκεια
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η πανάκεια
✦ υποθετικό φάρμακο που θεραπεύει κάθε αρρώστια
✦ (μτφ. ) θεραπευτικό μέσο για κάθε νοσηρή κατάσταση (πολιτική, κοινωνική κτλ.)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–