πανάδα


πανάδα
Προφορά

Ετυμολογία
πανάδα ισπαν. panada

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η πανάδα

✦ πρόχειρο φαγητό από κομμάτια ψωμί βρασμένα σε νερό με λάδι ή γάλα: τη μαγείρισσα της πανάδας σου (Μ. Καραγάτσης)
✦ (πανί) λεκές του δέρματος, κηλίδα ιδ. του προσώπου: σκουλαρίκια στ’ αφτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια (Κ. Βάρναλης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.