παμπάλαιος
Προφορά
Ετυμολογία
παμπάλαιος αρχαία ελληνική παμπάλαιος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ παμπάλαιος -η, -ο
✦ ο πολύ παλιός, παλαιότατος: τραγουδούσανε… με τον παμπάλαιο ρυθμό που βγαίνει από τη ρίζα της φυλής τους (Πετσάλης-Διομήδης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
νεότατος
Επιρρήματα
–