παλούκι


παλούκι
Προφορά

Ετυμολογία
παλούκι μεσαιωνική ελληνική παλούκιον, υποκοριστικό του └λατιν┘ paluceus

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το παλούκι

✦ πάσσαλος
(μτφ. ) ανυπέρβλητη δυσκολία
✦ φρ. του σκοινιού και του παλουκιού, άξιος να παλουκωθεί, εξώλης και προώλης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.