παλουκώνω


παλουκώνω
Προφορά

Ετυμολογία
παλουκώνω παλούκι

Ερμηνεία
ρήμα παλουκώνω

✦ διαπερνώ το σώμα κάποιου με παλούκι, σουβλίζω, ανασκολοπίζω
✦ παλουκώνομαι, (μτφ. ) κάθομαι ακίνητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.